- αντιαφροδισιακός
- η , ό [ός , όν ] мед.1) назначаемый против полового возбуждения; 2) назначаемый против венерических болезней
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αντιαφροδισιακός — ή, ό 1. αυτός που παρεμποδίζει την εξάπλωση των αφροδίσιων νοσημάτων 2. εκείνος που ανακόπτει τη σεξουαλική δραστηριότητα … Dictionary of Greek